ἀμφεκαλύφθη

ἀμφεκαλύφθη
ἀμφικαλύπτω
enwrap
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”